- καλοξημερώνω
- καλοξημέρωσα, καλοξημερώθηκα, καλοξημερωμένος, ξυπνώ καλά, ξημερώνομαι στα καλά μου: Όταν αύριο καλοξημερωθούμε, θ' ανεβούμε στο βουνό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.